Στο περιοδικό Επτά Ημέρες της Καθημερινής (23/1/2005) υπό τον τίτλο «Η Τζαζ στην Ελλάδα», γράφει ο Αρίων:
«Στο πρόγραμμα του Pαδιοφωνικού Σταθμού Aθηνών της 28ης Oκτωβρίου 1940 βρίσκομε, ούτε λίγο ούτε πολύ, εκπομπή ‘Mουσικής Tζαζζ’! Tι εννοούσαν όμως ως ‘μουσική τζαζζ’; Πάντως, η προϊστορία της τζαζ στη χώρα μας λήγει το 1940».
Και παρακάτω συνεχίζει ο ίδιος αρθρογράφος:
«Mε το τέλος της γερμανικής κατοχής και την απελευθέρωση της χώρας, η τζαζική ενέργεια εκδηλώθηκε και διαδόθηκε στην Eλλάδα. Ακολουθώντας, με την αναγκαστική καθυστέρηση της κατοχής, το μεγάλο ρεύμα του σουίνγκ, μουσικής και χορού, που μεταδόθηκε από τις HΠA σε όλο τον κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας 1930, η ελληνική ελαφρά μουσική, που έως τότε εκφραζόταν με το τανγκό, το βαλς, τη ρούμπα, την κόνγκα, το μπιγκίν και τη χαμπανέρα, πέρασε ξαφνικά στο σουίγνκ, μπούγκι-γούγκι και σλόου. Παρ’ όλα αυτά, στην Aθήνα επέστρεψε σύντομα η δυνατότητα παραγωγής δίσκων μουσικής 78 στροφών και ξέσπασε η μικρή μουσική επανάσταση: νέοι συνθέτες, εκτελεστές, τραγουδιστές και τραγουδίστριες εμφανίστηκαν και αγκάλιασαν τη νέα μουσική, το κοινό την αγάπησε και, χωρίς να γίνει πολύ αντιληπτό, μέσω του χορού σουίνγκ η τζαζ απέκτησε κάποια δημοτικότητα. Μετά τον Γιάννη Σπάρτακο, που ήταν ο πρώτος, εμφανίζονται όλοι μαζί: οι πιανίστες και συνθέτες Kώστας Kαπνίσης, Nίκυ Γιάκοβλεφ, Hρακλής Θεοφανίδης, ο τρομπετίστας, συνθέτης και μαέστρος Γιώργος Mουζάκης, ο βιολιστής Tάκης Mωράκης, ο κλαρινετίστας Γιώργος Kαρδάμης, ο σαξοφωνίστας Mπάμπης Mπερκέτης κ.ά., οι νέοι τραγουδιστές Tώνης Mαρούδας και Tζίμης Mακούλης, οι νέες τραγουδίστριες Mαίρη Λω, Σμαρούλα Γιούλη, Kούλα Nικολαΐδου, Eφη Πόλυ και τα γυναικεία φωνητικά Tρίο Σταρς και Tρίο Aρμονία. Για πρώτη φορά η τζαζ βγαίνει στο προσκήνιο και από το 1946 έως τις αρχές της δεκαετίας 1950 εμφανίζεται τακτικά στον Pαδιοσταθμό Aθηνών, στα κέντρα διασκεδάσεως, στα καταστήματα με δίσκους και έξω από την Aθήνα, στη Θεσσαλονίκη, με λίγες όμως συγκεκριμένες πληροφορίες, ίσως στην Πάτρα και σε άλλες μεγάλες πόλεις».
Το Εμείς - Unsere Welt ήταν το δίγλωσσο περιοδικό της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο έγραφαν μεταξύ άλλων (μαθητές τότε) ο μετέπειτα καθηγητής φιλοσοφίας Κοσμάς Ψυχοπαίδης και ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης, που έχει επιμεληθεί και το εξώφυλλο. Στο τεύχος 1 του περιοδικού ο Παντελής Παντελούρης σημειώνει στη γερμανική(!):
«Το 1946 στην Αθήνα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μια ομάδα αποτελούμενη από λάτρεις της τζαζ ίδρυσαν τη Ρυθμική Λέσχη, εκεί όπου οι φίλοι αυτής της μουσικής άρχισαν να συγκεντρώνονται πιο συχνά· αν και πολλοί πήγαιναν από περιέργεια ή για απλούς κοινωνικούς λόγους. Εκείνοι που πήγαιναν για την πραγματική χαρά της μουσικής ήταν ελάχιστοι, με αποτέλεσμα, όταν οι νεότεροι κλήθηκαν να υπηρετήσουν τη θητεία τους, η Λέσχη να διαλυθεί. Κάπως έτσι έκλεισε τις πόρτες της, τον Ιούλιο του 1951. Προσπάθειες για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση συνέβησαν το 1954-55, αλλά και το 1957 από τον Ελληνοαμερικανικό Σύνδεσμο, χωρίς, όμως, ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις προσπάθειες του Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Κολλέγιο). Ένας σημαντικός, επίσης, λόγος αυτής της αποτυχίας ήταν και το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν δρούσαν μαζικά ελληνικά ή μη συγκροτήματα, ενώ και από το ραδιόφωνο μόλις που ακουγόταν τζαζ. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα προερχόταν από το ίδιο το κοινό, το οποίον εξακολουθούσε να θεωρεί πως η τζαζ ήταν μία μουσική χαμηλής ποιότητας. Η θέση αυτή υπονόμευε την ίδια τη φύση τής τζαζ, η οποία στα μυαλά ορισμένων μπορεί να έμοιαζε με το rock n’ roll ή ακόμη και με την λατινοαμερικανική μουσική».
Εδώ τίθεται ένας πρώτος διαχωρισμός. Η τζαζ έχει παύσει, στη σκέψη κάποιων, να συνδέεται με το ελαφρό ελληνικό τραγούδι ή με τον latin ήχο. Είναι μια μουσική αμερικανική, την οποίαν αποδίδουν μαύροι και λευκοί, και κάποιοι ακροατές ενδιαφέρονται περισσότερο να δουν τι ακριβώς συμβαίνει στην πηγή της και όχι πώς παρεμβάλλονται στοιχεία της στο εγχώριο άσμα. Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησαν οπωσδήποτε κάποια γεγονότα. Συνεχίζει ο Π. Παντελούρης:
«Το 1957 πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο μία διάλεξη για την τζαζ από κάποιον κ. Βαλαβάνη. Το 1958 πραγματοποιήθηκαν διαλέξεις, σε συνεργασία με την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών[sic]. Στις συναντήσεις αυτές οι αίθουσες ήταν γεμάτες, φανερώνοντας πως η τζαζ έμοιαζε πλέον να κατακτά και τους έλληνες μουσικόφιλους. Ειδικά μετά την άφιξη των Dizzy Gillespie και Louis Armstrong, αλλά και των Five Pennies, η τζαζ απασχολεί πλέον εταιρείες δίσκων και μουσικόφιλους».
Να σημειώσουμε λοιπόν πως ο Dizzy Gillespie εμφανίστηκε στο Θέατρον Κοτοπούλη στο διάστημα 12-21 Μαΐου 1956, ο Louis Armstrong στον Ορφέα στις 3 Απριλίου 1959, ενώ οι Red Nichols and His Five Pennies στο Θέατρον Κεντρικόν στις 4 Ιανουαρίου 1960.
Και πάντα από το ίδιο κείμενο στο ελληνο-γερμανικό περιοδικό Εμείς - Unsere Welt:
«Η ίδρυση της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης το 1957 και βεβαίως το Jazz Club της βοήθησαν και βοηθούν τους φίλους της αμερικανικής μουσικής να βρεθούν κοντά, εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον τους για τη μουσική που αγαπούν με τον πιο σωστό τρόπο. Μάλιστα, οι Έλληνες μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι επειδή έχουμε να επιδείξουμε και κάποιους καλούς μουσικούς στο είδος όπως τον σαξοφωνίστα John Zorbas, τον πιανίστα Ανδρέα Οικονόμου, τον μαέστρο μιας διεθνούς τζαζ μπάντας το όνομα του οποίου τώρα μου διαφεύγει (σ.σ. Γιάννης Σπάρτακος ή Γεράσιμος Λαβράνος;), τον πιανίστα και συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τζαζ μουσική τού οποίου ακούσαμε στην ταινία ‘Εφιάλτης’, που βραβεύτηκε στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Νέου Δελχί το 1961 κ.ά. Κάποιοι από αυτούς τους μουσικούς έλαβαν επίσης μέρος σε διεθνές τζαζ φεστιβάλ, που διοργάνωσε μία αμερικανική ραδιοφωνική εκπομπή, με τους αμερικανικούς μουσικούς να μιλούν με πολύ ενθαρρυντικά λόγια για τους έλληνες συναδέλφους τους».
Στο τεύχος 15, 4/2006 του περιοδικού Μουσικής Πολύτονον είχε γραφεί από τον Αρίωνα πως υπάρχει ντοκουμέντο όπου επαινείται ο Ανδρέας Οικονόμου από μουσικούς του κουιντέτου του Cannonball Adderley!
Η Ελληνο-Αμερικανική Ένωση, όπως αναγράφεται σε έντυπο πρόγραμμα της εποχής, ιδρύθηκε τον Μάρτιο του ’58. Φιλοξενούσε, δε, στο Εντευκτήριό της, επί της Ηρώδου Αττικού 25, το Jazz Club των Αθηνών, το οποίο παρουσίαζε ανάλογα μουσικά προγράμματα για τους φίλους της τζαζ. Άρχιζε δηλαδή να διαμορφώνεται μία βάση, η οποία –και με τον ερχομό του Μίμη Πλέσσα στην Ελλάδα– θα δώσει ακόμη πιο απτά αποτελέσματα. Όπως είχε πει και ο έλληνας συνθέτης στον Γιώργο Χαρωνίτη στο περιοδικό Jazz & Τζαζ (τεύχος #148-149, Ιούλιος 2005):
«Τα χρόνια περνάνε, γυρίζω εδώ… Δεν τολμώ να πω ότι ήρθε κάποια στιγμή που ακομπάνιαρα την Sarah Vaughan στη Νέα Υόρκη τέσσερις μήνες, είχα βγει σε μια πολύ καλή σειρά στις κατατάξεις τους Down Beat – 5ος πιανίστας! Αυτά τα έκρυβα! Θα με έλεγαν ‘αμερικανάκι’, και υπήρχε ένα έντονο αντιaμερικανικό κλίμα εκείνη την εποχή, δικαιολογημένο από τα πράγματα που είχαν προηγηθεί (Εμφύλιος κ.λπ.) και από αυτά που συνέβαιναν (Κυπριακό…). Κάποια στιγμή το 1956, με ειδοποιούν ότι ο Dizzy Gillespie έχει έρθει στην Αθήνα με την ορχήστρα του και ψάχνει τον D. (D. ήταν ο Dimitri, εγώ δηλαδή!), γιατί θέλει να του γράψουν να παίξει και κάτι ελληνικό. Εγώ του γράφω το ‘Ένα καράβι από τη Χιο’ με ένα τρόπο όμως τζαζίστικο και κάποια στιγμή βάζω και ένα 7/8 στην αρχή του μέτρου και γράφω ‘Dizzy’s solo ad lib’! Πάει να το παίξει… τίποτα! Κάτι του λείπει! ‘Όχι’ του λέω, ‘αυτό δεν είναι μπίμποπ, είναι δικό μας και είναι πάρα πολύ απλό: θυμήσου πώς έπαιξε ο Gene Krupa στο σόλο του στο When the angels sing’. Εκεί, σ’ αυτό το κομμάτι του Benny Goodman, ο Ευγένιος Κρουπίδης έχει παίξει ένα… καλαματιανό! Μόλις του το είπα αυτό, ο Dizzy λύθηκε και έπαιξε ένα εκπληκτικό σόλο! Και σαν κάτι να μου χρωστούσε, μας έβαλε κάτω –και λέω ‘μας’ γιατί τέταρτη τρομπέτα στην ορχήστρα του έπαιζε ο Quincy Jones – και μας έδειξε πώς να γράφουμε τα πνευστά για ν’ ακούγονται ‘μαύρικα’! Κι αυτό, κυριολεκτικά, με έσωσε στην μετέπειτα καριέρα μου στον κινηματογράφο».
Ένα άλλο πρόσωπο που έπαιξε το δικό του ρόλο νωρίς στη δεκαετία του ’60 ήταν οπωσδήποτε ο Σάκης Παπαδημητρίου. Μπορεί τη μουσική του να την ακούσαμε για πρώτη φορά (σε δίσκο) το 1980, αλλά ήδη από εκείνη την εποχή o Παπαδημητρίου κάνει αισθητή την παρουσία του με το βιβλίο Εισαγωγή στην Τζαζ [Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1963]. Όπως γράφει και ο ίδιος στην έκδοση Τριήμερο Σύγχρονης Τζαζ [Δήμος Πατρέων/ Πέμπτο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, 1990]:
«Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο για την τζαζ γραμμένο από έλληνα συγγραφέα και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμα και η διεθνής βιβλιογραφία της τζαζ δεν ήταν ιδιαίτερa μεγάλη. Αναλύονται τα στυλ της εξέλιξης της τζαζ από τη γέννησή της μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η διάδοσή της, οι επαφές της με άλλα είδη μουσικής, καθώς και τα κυριότερα όργανα. Το βιβλίο συμπληρώνεται με ευρετήριο μουσικών όρων και εκφράσεων».
Από τον ίδιο τον Σάκη Παπαδημητρίου (Jazz & Τζαζ, τεύχος #27, Ιούνιος 1995) πληροφορούμαστε πως την 30η Απριλίου 1963 δύο γερμανικά συγκροτήματα εμφανίστηκαν στο Βασιλικόν Θέατρο Θεσσαλονίκης. Το πρώτο ήταν οι Dixieland Messengers, ενώ το δεύτερο ήταν το κουιντέτο σύγχρονης jazz του γερμανού τρομπονίστα Albert Mangelsdorff.
Η συναυλία είχε διοργανωθεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Εξυπηρετήσεως Πανεπιστημίων σε συνεργασία με το αντίστοιχο γερμανικό, υπό την προστασία του γερμανού προξένου.
Γενικώς, ο γερμανικός παράγων έπαιζε πάντα ένα ρόλο στα ελληνικά τζαζ δρώμενα. Και το λέμε αυτό σκεπτόμενοι όχι μόνο το περιοδικό Εμείς - Unsere Welt που αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλά και την παρουσία τού γερμανού πνευστού (και άλλα διάφορα) Gunter Hampel στην Αθήνα, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 (πιθανώς ή προφανώς μέσω του Ινστιτούτου Goethe). Θα ακολουθούσαν, βεβαίως, πολύ περισσότεροι Γερμανοί (και όχι μόνον μουσικοί της jazz) τις επόμενες δεκαετίες…
Η τζαζ πληροφορία στην Ελλάδα των μέσων του ’60 μπορεί να ήταν κάπως περιορισμένη, αλλά δεν ήταν ανύπαρκτη. Στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί υπήρχαν συχνά αναφορές, και στα πρώτα τέσσερα τεύχη (Απρίλιος-Μάιος 1964) θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει ολόκληρα κείμενα για τους Dave Brubeck, Louis Armstrong, Miles Davis και Bing Crosby… ενώ (λιγοστές) πληροφορίες δίνονταν και για πιο σύγχρονους μουσικούς (Albert Ayler, Charles Lloyd, Jan Garbarek, Karin Krog…), όπως και για έτερα γεγονότα (π.χ. η είδηση του θανάτου του John Coltrane, στο τεύχος 89 των Μοντέρνων Ρυθμών, της 2ας Αυγούστου 1967).
Φυσικά, μέσα στα χρόνια, στο εν λόγω περιοδικό, υπήρχαν αναφορές σε πολλές ελληνικές ορχήστρες που έπαιζαν (και) jazz (Ορχήστρα Γεράσιμου Λαβράνου, Ορχήστρα Λούκας, Ορχήστρα Λεβ, Ορχήστρα Γιώργου Θεοδοσιάδη…), ενώ αρχής γενομένης από το τεύχος 86 ο Κώστας Νίκας στη σειρά «Η Τζαζ στην Ελλάδα» θα προλάβει να παρουσιάσει τους Λουκά Βισβίκη (Ορχήστρα Λούκας), Ρήγα Σαριτζιώτη και Γιώργο Θεοδοσιάδη, οι οποίοι ονοματίζουν στις συνεντεύξεις τους άλλα πρόσωπα της σκηνής, όπως ήταν οι: Μίμης Πλέσσας, Μανώλης Μικέλης, Igor Raniets, Andrea Ortega, Τίτος Καλλίρης, Γιώργος Λαβράνος, Νίκος Λαβράνος, Γιάννης Θεοδωρίδης, Γιώργος Θεοδωρίδης, Τάκης Χαρίτος, Μάνθος Χαλκιάς, Γιώργος Καρδάμης, Γιώργος Χατζηνάσιος, Σπύρος Καρδάμης, Γρηγόρης Μπέρτας, Νίσσος Πανταζής, Αλέκος Βασιλειάδης, Τοτός Πατερέλης, Ίων Αλεξιάδης, Νίκος Τσεσμελής…).
Από πλευράς συγκροτημάτων αξίζει να αναφερθεί (πέραν αυτών της δισκογραφίας και των ορχηστρών) κι ένα από τα πρώτα jazz-trio που εμφανίστηκαν στη χώρα (τέλη 1967) αποτελούμενο εκ των Βαγγέλη Παπαθανασίου πιάνο, Χάρη Χαλκίτη μπάσο και Γιώργο Λαβράνο ντραμς (έπαιξαν στην Ελληνοαμερικανική Ένωση).
Φυσικά, με την τζαζ δεν ασχολούνταν μόνον οι Μοντέρνοι Ρυθμοί, αλλά και άλλα έντυπα. Για παράδειγμα στο περιοδικό Κριτήριο (τεύχος #1, Δεκέμβριος 1965) δημοσιευόταν κείμενο του Γιώργου Θεοδοσιάδη για το bebop, υπό τον τίτλο «Jazz, Η Κλασική μουσική του αιώνα μας», ενώ και τα οικογενειακά περιοδικά, όπως οι Εικόνες ή το Άλφα, παρείχαν στην ατζέντα τους όλη την live κίνηση των τζαζ / χορευτικών ορχηστρών στα νάιτ κλαμπ της εποχής (Galaxy στο Hilton με την σταθερή παρουσία του Μανώλη Μικέλη, Acropole στο Acropole Palace της Πατησίων, Αστέρια στην Γλυφάδα, On the Rocks στην Βάρκιζα, Stork στον Άγιο Κοσμά, Νεράιδα στο Καλαμάκι…).
Συναυλίες υπήρξαν στη δεκαετία του ’60. Μπορεί να ήταν λίγες, αλλά ήταν σημαντικές.
Πέραν των Red Nichols, Albert Mangelsdorff και Gunter Hampel που ήδη αναφέρθηκαν, την εβδομάδα 5-12 Μαΐου 1966 θα βρεθεί στην Ελλάδα η Indiana University Big Band, δίνοντας παραστάσεις στην Αθήνα (Ελληνοαμερικανική Ένωση), αλλά και στην Θεσσαλονίκη (Παλαί ντε Σπορ). Μέλος της, ανάμεσα σε άλλους, ο τρομπετίστας Randy Brecker, ο οποίος είχε δώσει και συνέντευξη στον Κώστα Νίκα, για τους Μοντέρνους Ρυθμούς.
Κορυφαία στιγμή για την τζαζ στην Ελλάδα των sixties ήταν οπωσδήποτε η εμφάνιση του Stan Getz το καλοκαίρι του ’67 (επί Δικτατορίας δηλαδή) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Θέατρο του Λυκαβηττού (10,14,16 Ιουλίου) και στη Βιβλιοθήκη Αδριανού (15 Ιουλίου), με τους Chick Corea πιάνο, Walter Booker μπάσο και Roy Haynes κρουστά (τις 11 και 13 Ιουλίου ο Getz θα ερμήνευε συμφωνικά έργα).
Επίσης, το ίδιο καλοκαίρι είχε εμφανισθεί στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και η Navy Jazz Band.
Τέλος, ας μην λησμονήσουμε τις παρουσίες της Josephine Baker (που επανερχόταν μετά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30) και του αμερικανικού vocal group The Delta Rhythm Boys στην 3η Ολυμπιάδα Τραγουδιού (1970), και βεβαίως των περίφημων Golden Gate Quartet στην 4η Ολυμπιάδα Τραγουδιού (1971), οι οποίοι είχαν ξαναέλθει στην Ελλάδα το 1958.
[Πρώτη δημοσίευση «Η ελληνική τζαζ δισκογραφία 1961-2013» μια έκδοση του περιοδικού Jazz & Τζαζ, 2013]
Ο Φώντας Τρούσας δημοσιεύει κείμενα (για τη μουσική κυρίως) από τα τέλη του ’80. Το 1996 έγραψε ένα βιβλίο για το Ελληνικό Ροκ. Για 17 χρόνια (1996-2013) ήταν αρχισυντάκτης στο περιοδικό Jazz & Τζαζ. Από το 2009 τρέχει το on line Δισκορυχείον και από το 2014 γράφει για το LiFO.gr. Το 2013 μέσω του Jazz & Τζαζ, κυκλοφόρησε το βιβλίο "Η Ελληνική Τζαζ Δισκογραφία 1961-2013".
Under the auspices and with the financial support of the Ministry of Culture and Sports
..it's all greek jazz to me..
© designed by HERMeS.NGO for JAZZ-LIBRARY-2021